Ελληνικά » Γερμανικά

τσουρουφλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [tsuruˈflizɔ] VERB μεταβ

τσουβαλιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [tsuvaˈʎazɔ] VERB μεταβ

1. τσουβαλιάζω (βάζω σε τσουβάλι):

2. τσουβαλιάζω μτφ (εξαπατώ):

τσουράπι [tsuˈrapi] SUBST ουδ

τσουρέκι [tsuˈrɛci] SUBST ουδ

τσουγκρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [tsuŋˈgrizɔ] VERB μεταβ

1. τσουγκρίζω (ποτήρια):

2. τσουγκρίζω (αβγά):

τσουκάλι [tsuˈkali] SUBST ουδ

1. τσουκάλι (πήλινη χύτρα):

Tontopf αρσ

2. τσουκάλι (ουροδοχείο):

Nachttopf αρσ

τσουλούφι [tsuˈlufi] SUBST ουδ

σουβλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [suˈvlizɔ] VERB μεταβ

1. σουβλίζω (κεντρίζω, πονώ):

2. σουβλίζω (βάζω σε σούβλα):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский