Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: συστήνω , συσταίνω , συσπείρωση , συσπειρώνω και συσπώμαι

συ|νιστώ <-νιστάς, -στησα [ή -νέστησα], -στήθηκα, -στημένος> [sinisˈtɔ], συ|σταίνω [sisˈtɛnɔ], συ|στήνω [sisˈtinɔ] <-στησα [ή -νέστησα], -στήθηκα, -στημένος> VERB μεταβ

1. συνιστώ (σχηματίζω):

2. συνιστώ (συμβουλεύω):

3. συνιστώ (παρουσιάζω):

συσπ|ώμαι <-άστηκα> [siˈspɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

I . συσπειρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [sispiˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. συσπειρώνω (κουλουριάζω):

2. συσπειρώνω μτφ (συγκεντρώνω, μαζεύω):

II . συσπειρώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. συσπειρώνομαι (κουλουριάζομαι):

2. συσπειρώνομαι μτφ (γύρω από κάποιον):

συσπείρωσ|η <-εις> [siˈspirɔsi] SUBST θηλ

1. συσπείρωση (κουλούριασμα):

2. συσπείρωση μτφ (συγκέντρωση, μάζεμα):

Ansammlung θηλ

3. συσπείρωση ΑΘΛ (κατά την κατάδυση):

gebückter Salto αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский