Ελληνικά » Γερμανικά

διατίμησ|η <-εις> [ðiaˈtimisi] SUBST θηλ

1. διατίμηση (καθορισμός της τιμής):

2. διατίμηση (καθορισμένη τιμή):

Tarif αρσ

διακόσμησ|η <-εις> [ðiaˈkɔzmisi] SUBST θηλ

διαφημί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðiafiˈmizɔ] VERB μεταβ

δυσφήμησ|η <-εις> [ðisˈfimisi] SUBST θηλ

διαφημιστής (διαφημίστρια) [ðiafimisˈtis, ðiafiˈmistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский