Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ξεσηκώνω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεσηκώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ksɛsiˈkɔnɔ] VERB μεταβ

1. ξεσηκώνω (παρακινώ, σπρώχνω):

ξεσηκώνω

2. ξεσηκώνω (ερεθίζω, εξεγείρω):

ξεσηκώνω

3. ξεσηκώνω (κάνω αντιγραφή):

ξεσηκώνω

Παραδειγματικές φράσεις με ξεσηκώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский