Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για αποστρέφω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αποστρ|έφω <-εψα, -άφηκα, -αμμένος> [apɔˈstrɛfɔ] VERB μεταβ (πρόσωπο, βλέμμα)

αποστρέφω

II . αποστρ|έφω <-εψα, -άφηκα, -αμμένος> [apɔˈstrɛfɔ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με αποστρέφω

αποστρέφω το βλέμμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский