Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για προσαρμόζω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . προσαρμό|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [prɔsarˈmɔzɔ] VERB μεταβ

1. προσαρμόζω (εξάρτημα: εφαρμόζω):

προσαρμόζω σε
anbringen an +δοτ

2. προσαρμόζω (συμμορφώνω):

προσαρμόζω σε
anpassen an +αιτ

II . προσαρμόζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский