Ελληνικά » Γερμανικά

διαβιβά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðiaviˈvazɔ] VERB μεταβ

1. διαβιβάζω (αίτηση, υπόθεση):

weiterleiten an +αιτ

2. διαβιβάζω (μήνυμα, χαιρετισμό):

δι|αγιγνώσκω <-έγνωσα, -εγνώσθην, -εγνωσμένος> [ðiajiˈɣnɔskɔ] VERB μεταβ

1. διαγιγνώσκω (συμπεραίνω):

2. διαγιγνώσκω ΙΑΤΡ:

διαβίβασ|η <-εις> [ðiaˈvivasi] SUBST θηλ

διαβιώ|νω <-σα> [ðiaviˈɔnɔ]

διαβίωσ|η <-εις> [ðiaˈviɔsi] SUBST θηλ

1. διαβίωση (ζωή):

Leben ουδ

2. διαβίωση (τρόπος ζωής):

Lebensweise θηλ

διαβρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðiaˈvrɔnɔ] VERB μεταβ

1. διαβρώνω (κατατρώγω):

2. διαβρώνω μτφ (το ηθικό κτλ):

διαβρωτικό [ðiavrɔtiˈkɔ] SUBST ουδ

διαβρέ|χω <-ξα> [ðiaˈvrɛxɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский