Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για παραλογίζομαι στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παραλογί|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [paralɔˈjizɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. παραλογίζομαι (λέω κάτι παράλογο):

παραλογίζομαι

2. παραλογίζομαι (συμπεριφέρομαι παράλογα):

παραλογίζομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский