Ελληνικά » Γερμανικά

χαριτωμέν|ος <-η, -ο> [xaritɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. χαριτωμένος (πρόσωπο, κινήσεις):

2. χαριτωμένος (μικρό παιδάκι):

χαριτολογία [xaritɔlɔˈjia] SUBST θηλ

1. χαριτολογία (ομιλία):

2. χαριτολογία (λόγος, σχόλιο):

χαριτολόγημα [xaritɔˈlɔjima] SUBST ουδ

χρειαζούμενα [xriaˈzumɛna] SUBST ουδ πλ

(Μαρία) η Κεχαριτωμένη θηλ ΘΡΗΣΚ
Maria voll der Gnade θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский