Ελληνικά » Γερμανικά

στεκάμεν|ος [stɛˈkamɛnɔs], στεκούμεν|ος [stɛˈkumɛnɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

στερημέν|ος <-η, -ο> [stɛriˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

χαρούμεν|ος <-η, -ο> [xaˈrumɛnɔs] ΕΠΊΘ

αιωρούμεν|ος <-η, -ο> [ɛɔˈrumɛnɔs] ΕΠΊΘ

θεωρούμεν|ος <-η, -ο> [θɛɔˈrumɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. θεωρούμενος (γενικά):

2. θεωρούμενος (ένοχος, δολοφόνος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский