Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: μόνοιασμα , ανέγνοιαστος , αμόνοιαστος , ξεγλιστρώ , έγνοια και ακόπιαστα

μόνοιασμα [ˈmɔɲazma] SUBST ουδ

ανέγνοιαστ|ος <-η, -ο> [aˈnɛɣɲastɔs] ΕΠΊΘ

αμόνοιαστ|ος <-η, -ο> [aˈmɔɲastɔs] ΕΠΊΘ

ακοπίαστα [akɔˈpiasta], ακόπιαστα [aˈkɔpçasta] ΕΠΊΡΡ

έγνοια

έγνοια s. έννοια

Βλέπε και: έννοια , έννοια

ξεγλιστρ|ώ <-άς, -ησα> [ksɛɣlisˈtrɔ] VERB αμετάβ

1. ξεγλιστρώ:

2. ξεγλιστρώ μτφ (ξεφεύγω):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский