Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: φυλακή , φυλαχτό , φυλακίζω και φύλακας

φυλαχτό [filaxˈtɔ] SUBST ουδ

φυλακί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [filaˈcizɔ] VERB μεταβ

φύλακας [ˈfilakas] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский