Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ατιμώ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατιμά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [atiˈmazɔ] VERB μεταβ

ατιμία [atiˈmia] SUBST θηλ

1. ατιμία (έλλειψη αξιοπρέπειας):

Ehrlosigkeit θηλ

2. ατιμία (καταισχύνη):

Schande θηλ

3. ατιμία (πράξη):

Schandtat θηλ

ατίμωσ|η <-εις> [aˈtimɔsi] SUBST θηλ

διατιμ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ðiatiˈmɔ] VERB μεταβ

I . ανατιμ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [anatiˈmɔ] VERB μεταβ

1. ανατιμώ (αυξάνω τιμή):

2. ανατιμώ (νόμισμα):

αποτιμ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [apɔtiˈmɔ] VERB μεταβ

ατιμωρητί [atimɔriˈti] ΕΠΊΡΡ

άτιμ|ος <-η, -ο> [ˈatimɔs] ΕΠΊΘ

1. άτιμος (άνθρωπος):

2. άτιμος (πράξη):

εκτιμ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛktiˈmɔ] VERB μεταβ

1. εκτιμώ (ζημιά κτλ):

2. εκτιμώ (υπολήπτομαι):

ατιμωρησία [atimɔriˈsia] SUBST θηλ

ατιμωτικ|ός <-ή, -ό> [atimɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

τιμωρ|ώ <-άς [ή -είς], -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [timɔˈrɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский