Ελληνικά » Γερμανικά

κοιμισμέν|ος <-η, -ο> [cimizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. κοιμισμένος (που κοιμάται):

2. κοιμισμένος (από χαρακτήρα):

κακοκαμωμέν|ος <-η, -ο> [kakɔkamɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. κακοκαμωμένος (πράγμα):

2. κακοκαμωμένος (άνθρωπος):

καλοκαμωμέν|ος <-η, -ο> [kalkamɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. καλοκαμωμένος (πράγμα):

2. καλοκαμωμένος (άνθρωπος):

στομωμέν|ος <-η, -ο> [stɔmɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

πιωμέν|ος <-η, -ο> [pçɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

γινωμέν|ος <-η, -ο> [jinɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (φρούτα)

χολωμέν|ος <-η, -ο> [xɔlɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский