Ελληνικά » Γερμανικά

φλυαρ|ώ <-είς, -ησα> [fliaˈrɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

φλυαρώ
φλυαρώ αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский