Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για φωνώ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φωνή [fɔˈni] SUBST θηλ

3. φωνή ΓΛΩΣΣ:

Aktiv/Passiv ουδ

φω|ς <-τός> [fɔs] SUBST ουδ

1. φως ΦΥΣ (λάμπα):

Licht ουδ
Licht in etw αιτ bringen
das Licht ουδ ενικ der Öffentlichkeit
bengalisches Feuer ουδ ενικ
diffuses Licht ουδ
Sonnenlicht ουδ
Sonnenlicht ουδ
Mondschein αρσ
Mondlicht ουδ
Tageslicht ουδ
Kerzenlicht ουδ
Lampenlicht ουδ
φως πλοήγησης ΑΕΡΟ, ΝΑΥΣ
Infrarotlicht ουδ
Verkehrsampel θηλ ενικ
Autoscheinwerfer αρσ πλ
Rücklicht ουδ
Heckleuchte θηλ
Abblendlicht ουδ ενικ
Nebelscheinwerfer αρσ πλ
Nebelschlussleuchten θηλ πλ
φώτα ουδ πλ πορείας
Fernlicht ουδ ενικ
Landescheinwerfer αρσ πλ
φώτα ουδ πλ στοπ
Bremslicht ουδ ενικ
φώτα ουδ πλ στοπ
Bremsleuchten θηλ πλ
Nachtlicht ουδ

I . ζώ|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈzɔnɔ] VERB μεταβ

1. ζώνω (δένω πάνω μου):

sich δοτ umbinden

II . ζώ|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈzɔnɔ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

σώ|νω <-σα, -θηκα, -σμένος> [ˈsɔnɔ] VERB μεταβ (εξαντλώ)

I . χώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈxɔnɔ] VERB μεταβ

2. χώνω (θάβω):

II . χώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. χώνομαι (σε στενό χώρο):

2. χώνομαι (ανακατεύομαι):

I . φέρ|ω <-α, -θηκα, -μένος> [ˈfɛrnɔ] VERB μεταβ

2. φέρω (ευθύνη, δαπάνες, όπλο, φορώ, υποβαστάζω):

3. φέρω (εισάγω):

II . φέρομαι VERB αυτοπ ρήμα

φέρομαι βλ φέρνω

Βλέπε και: φέρνω

I . φέρ|νω <-α, -θηκα, -μένος> [ˈfɛrnɔ] VERB μεταβ

3. φέρνω (φτάνω με κάποιο δώρο):

5. φέρνω (προκαλώ):

6. φέρνω (αποφέρω):

II . φέρομαι o φέρνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. φέρομαι o φέρνομαι (συμπεριφέρομαι):

2. φέρομαι o φέρνομαι (λέγομαι):

άνω [ˈanɔ] ΕΠΊΡΡ

2. άνω (προς τα πάνω):

3. άνω (παραπάνω από):

I . δέ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈðɛnɔ] VERB μεταβ

II . δέ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈðɛnɔ] VERB αμετάβ (για σάλτσα)

I . κάνω <έκανα, καμώθηκα, καμωμένος> [ˈkanɔ] VERB μεταβ

6. κάνω (επαγγέλλομαι):

8. κάνω (βλάπτω κάποιον):

9. κάνω (διανύω):

11. κάνω (στοιχίζω):

I . λύ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈlinɔ] VERB μεταβ

1. λύνω (σκοινί, σκύλο):

2. λύνω (κόμπο, πρόβλημα):

3. λύνω (μηχανή):

4. λύνω (διαφορά):

5. λύνω (ακυρώνω: σύμβαση, γάμο):

6. λύνω (εταιρεία):

μένω <έμεινα> [ˈmɛnɔ] VERB αμετάβ

II . ξύνομαι VERB αυτοπ ρήμα

πάνω [ˈpanɔ] ΕΠΊΡΡ

I . ψή|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈpsinɔ] VERB μεταβ

1. ψήνω (στο τηγάνι):

2. ψήνω (στη σκάρα):

3. ψήνω (καφέ):

II . ψήνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. ψήνομαι (αισθάνομαι υπερβολική ζέστη):

2. ψήνομαι (ωριμάζω):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский