Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για πλουσιοπάροχος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλουσιοπάροχ|ος <-η, -ο> [plusiɔˈparɔxɔs] ΕΠΊΘ

1. πλουσιοπάροχος (γενναιόδωρος):

πλουσιοπάροχος

2. πλουσιοπάροχος (άφθονος):

πλουσιοπάροχος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский