Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για βάρβαρος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βάρβαρ|ος <-η, -ο> [ˈvarvarɔs] ΕΠΊΘ

βάρβαρος

II . βάρβαρ|ος <-η, -ο> [ˈvarvarɔs] SUBST αρσ/θηλ

βάρβαρος
Barbar(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский