Ελληνικά » Γερμανικά

εξώστης [ɛˈksɔstis] SUBST αρσ

1. εξώστης (μπαλκόνι):

Balkon αρσ

2. εξώστης ΘΈΑΤ:

Rang αρσ

3. εξώστης ΘΈΑΤ (τελευταίος):

oberster Rang αρσ
Galerie θηλ

ξυστρί [ksisˈtri] SUBST ουδ (για τρίχωμα)

μύστης [ˈmistis] SUBST αρσ

1. μύστης:

2. μύστης μτφ (επιστήμονας):

Experte αρσ (Expertin) θηλ

χέστης [ˈçɛstis] SUBST αρσ χυδ

ξυστήρι [ksisˈtiri] SUBST ουδ, ξύστρα [ˈksistra] SUBST θηλ (μολυβιού)

πούστ|ης <-ηδες> [ˈpustis] SUBST αρσ

1. πούστης οικ (ομοφυλόφιλος):

Schwuler αρσ

2. πούστης χυδ μειωτ (παλιάνθρωπος):

Arsch αρσ

δράστης [ˈðrastis] SUBST αρσ, δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST θηλ

κλάστης [ˈklastis] SUBST αρσ ΓΕΩΛ

κλώστης (κλώστρια) [ˈklɔstis, ˈklɔstria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

κτίστης [ˈktistis], χτίστης [ˈxtistis] SUBST αρσ

I . πλάστης (πλάστρια) [ˈplastis, ˈplastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

II . πλάστης (πλάστρια) [ˈplastis, ˈplastria] SUBST αρσ (θηλ)

1. πλάστης (ο Θεός):

Schöpfer αρσ

2. πλάστης (πλαστήρι):

Teigrolle θηλ
Nudelholz ουδ

3. πλάστης ΒΙΟΛ:

Plast αρσ

ληστής [lisˈtis] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский