Ελληνικά » Γερμανικά

παιδιακίσι|ος <-α, -ο> [pɛðjaˈcisçɔs], παιδιάστικ|ος [pɛˈðjastikɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

παιδιατρική [pɛðiatriˈci] SUBST θηλ

παιδιαρί|ζω <-σα> [pɛðjaˈrizɔ] VERB αμετάβ

παιδίατρος [pɛˈðiatrɔs] SUBST mf

παιδισμός [pɛðizˈmɔs] SUBST αρσ ΨΥΧ

παιδεραστής [pɛðɛrasˈtis] SUBST αρσ

δικαστικά [ðikastiˈka] SUBST ουδ πλ (έξοδα δίκης)

παιδαγωγική [pɛðaɣɔjiˈci] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский