Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για χιονίζω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χιονιά [çɔˈɲa] SUBST θηλ

ιονίζω

ιονίζω s. ιοντίζω

Βλέπε και: ιοντίζω

χρονί|ζω <-σα> [xrɔˈnizɔ] VERB αμετάβ

1. χρονίζω (χρονιάζω):

2. χρονίζω (καθυστερώ):

χιονί|ζει <-σε> [çɔˈnizi] VERB απρόσ ρήμα

χιμ|ώ <-άς, -ησα> [çiˈmɔ], χιμ|ίζω [çiˈmizɔ] <-ισα> VERB αμετάβ

τονί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [tɔˈnizɔ] VERB μεταβ ΓΛΩΣΣ

ακονί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [akɔˈnizɔ] VERB μεταβ

1. ακονίζω (με ακόνι):

2. ακονίζω μτφ (μυαλό):

κλονί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [klɔˈnizɔ] VERB μεταβ και μτφ

I . σκονί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [skɔˈnizɔ] VERB μεταβ

II . σκονίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

I . ξινί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ksiˈnizɔ] VERB μεταβ (κάνω ξινό)

II . ξινί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ksiˈnizɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι ξινός)

ρινί|ζω <-σα, -σμένος> [riˈnizɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский