Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για τρέχω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

II . τρέ|χω <-ξα> [ˈtrɛxɔ] VERB μεταβ

1. τρέχω (βάζω να τρέξει):

τρέχω κάποιον

2. τρέχω Η/Υ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский