Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για πιτσιλωτός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πιτσικάτο [pitsiˈkatɔ] ΕΠΊΡΡ

πιτσιρίκ|ος (-α) [pitsiˈrik|ɔs -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

πιτσιλιά [pitsiˈʎa] SUBST θηλ

I . πιτσιλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [pitsiˈlizɔ] VERB μεταβ

II . πιτσιλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [pitsiˈlizɔ] VERB αμετάβ

πιτσίλισμα [piˈtsilizma] SUBST ουδ

αδήλωτ|ος <-η, -ο> [aˈðilɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. αδήλωτος (πολίτης, αυτοκίνητο):

2. αδήλωτος (εμπορεύματα):

αθόλωτ|ος <-η, -ο> [aˈθɔlɔtɔs] ΕΠΊΘ

ευάλωτ|ος <-η, -ο> [ɛvˈalɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. ευάλωτος (φρούριο):

2. ευάλωτος (για αρρώστιες, πίεση):

αδούλωτ|ος <-η, -ο> [aˈðulɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. αδούλωτος (τόπος):

2. αδούλωτος (φρόνημα):

αμπάλωτ|ος <-η, -ο> [aˈbalɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. αμπάλωτος (παντελόνι):

2. αμπάλωτος (κάλτσα):

αναύλωτ|ος <-η, -ο> [aˈnavlɔtɔs] ΕΠΊΘ

διχαλωτ|ός <-ή, -ό> [ðixalɔˈtɔs] ΕΠΊΘ (κλωνάρι)

αβούλωτ|ος <-η, -ο> [aˈvulɔtɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский