Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: βαριεστιμάρα , βαργεστημένος , βαριετέ και βαριέμαι

βαριεστιμάρα [vari̯ɛstiˈmara] SUBST θηλ

βαργεστημέν|ος <-η, -ο> [varjɛstiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

βαρ|ιέμαι <-έθηκα> [vaˈri̯ɛmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ/αμετάβ

1. βαριέμαι (αισθάνομαι ανία):

3. βαριέμαι (αισθάνομαι κορεσμό):

ιδιωτισμοί:

βαριετέ [vari̯ɛˈtɛ] SUBST ουδ αμετάβλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский