Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για οχυρώνω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . οχυρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɔçiˈrɔnɔ] VERB μεταβ

οχυρώνω

II . οχυρώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский