Ελληνικά » Γερμανικά

εξεύρεσ|η <-εις> [ɛˈksɛvrɛsi] SUBST θηλ

1. εξεύρεση (κάποιου πράγματος):

3. εξεύρεση (λύσης):

Finden ουδ

4. εξεύρεση (ανακάλυψη):

Entdeckung θηλ

ευεργεσία [ɛvɛrjɛˈsia] SUBST θηλ (πράξη)

εξερεύνησ|η <-εις> [ɛksɛˈrɛvnisi] SUBST θηλ

επεξεργασία [ɛpɛksɛrɣaˈsia] SUBST θηλ

2. επεξεργασία (επινόηση: σχεδίου):

Ausarbeitung θηλ

3. επεξεργασία (υλικών):

Verarbeitung θηλ

4. επεξεργασία (απορριμμάτων):

Aufbereitung θηλ

εξερευν|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛksɛrɛvˈnɔ] VERB μεταβ

επεξεργαστής [ɛpɛksɛrɣasˈtis] SUBST αρσ Η/Υ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский