στο λεξικό PONS
I. κάνω <έκανα, καμώθηκα, καμωμένος> [ˈkanɔ] VERB μεταβ
1. κάνω (ενεργώ κάπως):
2. κάνω (κατασκευάζω, δημιουργώ, τροποποιώ):
3. κάνω (παρασκευάζω):
- κάνω
-
4. κάνω (προκαλώ, αναγκάζω):
5. κάνω (προξενώ, έχω ως αποτέλεσμα):
7. κάνω (υποκρίνομαι):
9. κάνω (διανύω):
- κάνω
-
10. κάνω (χρειάζομαι κάποιο χρόνο):
II. κάνω <έκανα, καμώθηκα, καμωμένος> [ˈkanɔ] VERB αμετάβ
1. κάνω (συμπεριφέρομαι):
2. κάνω (είμαι κατάλληλος):
4. κάνω (αντέχω):
III. κάνω <έκανα, καμώθηκα, καμωμένος> [ˈkanɔ] VERB απρόσ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.