στο λεξικό PONS
σχίζω
σχίζω s. σκίζω
I. σκί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈscizɔ] VERB μεταβ
1. σκίζω (χαρτί κτλ: κόβω):
II. σκίζομαι VERB αυτοπ ρήμα
1. σκίζομαι (χαλώ):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.