Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ματιάζω , μαστίζω , ματώνω και ματιά

ματιά|ζω <-σα [ή -ξα], -στηκα, -σμένος> [maˈtçazɔ] VERB μεταβ

1. ματιάζω (ρίχνω τη ματιά κάπου):

2. ματιάζω (βασκαίνω με το βλέμμα):

μαστί|ζω <-σα> [masˈtizɔ] VERB μεταβ μτφ (κατατρύχω)

I . ματώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [maˈtɔnɔ] VERB μεταβ

1. ματώνω (χτυπώντας):

2. ματώνω (πληγώνω):

3. ματώνω (τραυματίζω ψυχικά):

II . ματώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [maˈtɔnɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский