Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: χλομιάζω , εγκωμιάζω , ευωδιάζω , αλαφιάζω και πληγιάζω

χλομιά|ζω <-σα, -σμένος> [xlɔˈmɲazɔ] VERB αμετάβ

εγκωμιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛŋgɔmiˈazɔ] VERB μεταβ

I . πληγιά|ζω <-σα, -σμένος> [pliˈjazɔ] VERB μεταβ

II . πληγιά|ζω <-σα, -σμένος> [pliˈjazɔ] VERB αμετάβ (σχηματίζω πληγή)

I . αλαφιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [alaˈfçazɔ] VERB μεταβ (τρομάζω κάποιον)

II . αλαφιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [alaˈfçazɔ] VERB αμετάβ

αλαφιάζω s. αλαφιάζομαι

Βλέπε και: αλαφιάζομαι

αλαφιά|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [alaˈfçazɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. αλαφιάζομαι (τρομάζω):

2. αλαφιάζομαι (κυριεύομαι από πανικό):

ευωδιά|ζω <-σα> [ɛvɔˈðjazɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский