Ελληνικά » Γερμανικά

καρωτιδικ|ός <-ή, -ό> [karɔtihiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Κρητιδικό [kritiðiˈkɔ] SUBST ουδ ΓΕΩΛ

κρητικ|ός <-ή [ή -ιά], -ό> [kritiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Κρητικός (Κρητικιά) [kritiˈkɔs, kritiˈca] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αντίδι|κος (-κη) [anˈdiði|kɔs, -ci] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. αντίδικος (γενικά: αντίπαλος):

Gegner(in) αρσ (θηλ)

2. αντίδικος ΝΟΜ:

Prozessgegner(in) αρσ (θηλ)
Gegenpartei θηλ

πεπτιδικ|ός <-ή, -ό> [pɛptiðiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский