Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ανακλίνομαι στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανακάθ|ομαι <-ισα, -ισμένος> [anaˈkaθɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

αναφ|αίνομαι <-άνηκα> [anaˈfɛnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. αναφαίνομαι (ελπίδα):

2. αναφαίνομαι (δυσκολίες):

αναδιπλώ|νομαι <-θηκα, -μένος> [anaðiˈplɔnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. αναδιπλώνομαι (στρατός: υποχωρώ):

2. αναδιπλώνομαι (γίνομαι διαλλακτικός):

ξαναφ|αίνομαι <-άνηκα> [ksanaˈfɛnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

υποκλί|νομαι <-θηκα> [ipɔˈklinɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

ξαναγίν|ομαι <-α> [ksanaˈjinɔmɛ]

2. ξαναγίνομαι (επισκευάζομαι):

αποκρί|νομαι <-θηκα> [apɔˈkrinɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

ανάκλιντρο [aˈnaklindrɔ] SUBST ουδ

μαίνομαι [ˈmɛnɔmɛ] VERB αμετάβ ohne Aoriststamm

φ|αίνομαι <-άνηκα> [ˈfɛnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

5. φαίνομαι (αποδείχνομαι, αφήνω κάποια εντύπωση):

απογίν|ομαι <-α> [apɔˈjinɔmɛ] VERB αμετάβ

2. απογίνομαι (χειροτερεύω):

αρτ|αίνομαι <-ύθηκα, -υμένος> [arˈtɛnɔmɛ]

1. αρταίνομαι (σε περίοδο νηστείας):

2. αρταίνομαι μτφ (για σύζυγος):

αποφ|αίνομαι <-άνθηκα> [apɔˈfɛnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

διατείνομαι [ðiaˈtinɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα nur präs und imperf

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский