στο λεξικό PONS
φαλακρ|ός <-ή, -ό> [falaˈkrɔs] ΕΠΊΘ
1. φαλακρός (άνθρωπος):
- φαλακρός
-
2. φαλακρός (έδαφος):
- φαλακρός
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.