στο λεξικό PONS
I. σουφρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [suˈfrɔnɔ] VERB μεταβ
II. σουφρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [suˈfrɔnɔ] VERB αμετάβ
1. σουφρώνω (αποκτώ τσαλακώματα):
- σουφρώνω
-
2. σουφρώνω (ρούχο: μαζεύω):
- σουφρώνω
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.