Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ανυπάκοος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανυπάκου|ος <-η, -ο> [aniˈpakuɔs] ΕΠΊΘ

ανυπακοή [anipakɔˈi] SUBST θηλ

ανυπότακτ|ος [aniˈpɔtaktɔs], ανυπόταχτ|ος [aniˈpɔtaxtɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. ανυπότακτος (που δεν υποτάσσεται σε άλλους):

2. ανυπότακτος ΣΤΡΑΤ:

ανυπαίτι|ος <-α, -ο> [aniˈpɛtiɔs] ΕΠΊΘ

ανύπαρκτ|ος [aˈniparktɔs], ανύπαρχτ|ος [aˈniparxtɔs] VERB μεταβ <-η, -ο> ΕΠΊΘ

ανυπόμον|ος <-η, -ο> [aniˈpɔmɔnɔs] ΕΠΊΘ

ανυπόφορ|ος [aniˈpɔfɔrɔs], ανυπόφερτ|ος [aniˈpɔfɛrtɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

ανυπόκριτ|ος <-η, -ο> [aniˈpɔkritɔs] ΕΠΊΘ

ανύπαντρ|ος <-η, -ο> [aˈnipandrɔs] ΕΠΊΘ

ανυπόδητ|ος <-η, -ο> [aniˈpɔðitɔs] ΕΠΊΘ

ανυπαρξία [aniparˈksia] SUBST θηλ

1. ανυπαρξία (ιδιότητα του ανύπαρκτου):

Inexistenz θηλ

2. ανυπαρξία (έλλειψη):

ανυπομον|ώ <-είς, -ησα> [anipɔmɔˈnɔ] VERB αμετάβ

ανύποπτ|ος <-η, -ο> [aˈnipɔptɔs] ΕΠΊΘ

1. ανύποπτος (που δεν του γεννήθηκαν υποψίες):

2. ανύποπτος (θύμα του απατεώνα):

3. ανύποπτος (απροσδόκητος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский