Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για περιστρεφόμενος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περιστρεφόμεν|ος <-η, -ο> [pɛristrɛˈfɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. περιστρεφόμενος (που γυρνά γύρω-γύρω):

περιστρεφόμενος
Dreh-
Drehstuhl αρσ

2. περιστρεφόμενος (που γυρνά εδώ κι εκεί):

περιστρεφόμενος
Schwenk-
Schwenkdüse θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский