Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για κλεπτικός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κλέφτικ|ος <-η, -ο> [ˈklɛftikɔs] ΕΠΊΘ

1. κλέφτικος (επί τουρκοκρατίας):

Klephten-

2. κλέφτικος (σχετικός με κλοπή):

Diebes-

θρεπτικ|ός [θrɛptiˈkɔs], θρεφτικ|ός [θrɛftiˈkɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

σκεπτικ|ός [scɛptiˈkɔs], σκεφτικ|ός [scɛftiˈkɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

1. σκεπτικός (συλλογισμένος):

2. σκεπτικός (όχι πεισμένος):

κοπτικ|ός <-ή, -ό> [kɔptiˈkɔs] ΕΠΊΘ (εργαλείο κτλ)

Schneide-

θλιπτικ|ός <-ή, -ό> [θliptiˈkɔs] ΕΠΊΘ ΦΥΣ

καμπτικ|ός <-ή, -ό> [kamptiˈkɔs] ΕΠΊΘ

γλυπτικ|ός <-ή, -ό> [ɣliptiˈkɔs] ΕΠΊΘ

προβλεπτικ|ός <-ή, -ό> [prɔvlɛptiˈkɔs] ΕΠΊΘ

κλεψιμαίικ|ος <-η, -ο> [klɛpsiˈmɛikɔs] ΕΠΊΘ οικ

σηπτικ|ός <-ή, -ό> [siptiˈkɔs] ΕΠΊΘ ΙΑΤΡ

ραπτικ|ός [raptiˈkɔs], ραφτικ|ός [raftiˈkɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

I . κλεπτομαν|ής <-ής, -ές> [klɛptɔmaˈnis] ΕΠΊΘ

II . κλεπτομαν|ής [klɛptɔmaˈnis] SUBST mf

κλεπταποδόχος [klɛptapɔˈðɔxɔs], κλεφταποδόχος [klɛftapɔˈðɔxɔs] SUBST mf

κλεπταποδοχή [klɛptapɔðɔˈçi] SUBST θηλ

αντικλεπτικό [andiklɛptiˈkɔ] SUBST ουδ

ανατρεπτικ|ός <-ή, -ό> [anatrɛptiˈkɔs] ΕΠΊΘ (που αποσκοπεί την ανατροπή του κεθεστώτος)

επιτρεπτικ|ός <-ή, -ό> [ɛpitrɛptiˈkɔs] ΕΠΊΘ ΒΙΟΛ

προτρεπτικ|ός <-ή, -ό> [prɔtrɛptiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский