Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ενοχή , ενορία , ενοχλώ , ενόχλημα , ενοχικός και ένοχος

ενορία [ɛnɔˈria] SUBST θηλ

II . ένοχ|ος <-η, -ο> [ˈɛnɔxɔs] SUBST αρσ/θηλ

ενοχικ|ός <-ή, -ό> [ɛnɔçiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ενοχικός (σχετικός με ενοχή) ΝΟΜ:

Schuld-
Schuldrecht ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский