Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για σκαρφαλώνω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκαρφαλώ|νω <-σα, -μένος> [skarfaˈlɔnɔ] VERB αμετάβ

σκαρφαλώνω σε
klettern auf +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский