Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εμβαστικός , ζεματίζω , εμποτίζω , σοβατίζω , ερματίζω , εμβολίζω και εμβαθύνω

εμβαστικ|ός <-ή, -ό> [ɛɱvastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

εμβαθύν|ω <-α> [ɛɱvaˈθinɔ] VERB αμετάβ

εμβολί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛɱvɔˈlizɔ] VERB μεταβ ΝΑΥΣ

ερματί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛrmaˈtizɔ] VERB μεταβ

σοβατί|ζω [sɔvaˈtizɔ], σοβαντί|ζω [sɔvanˈdizɔ] <-σα, -στηκα, -σμένος> VERB μεταβ

εμποτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛmbɔˈtizɔ] VERB μεταβ

1. εμποτίζω (με υγρό):

2. εμποτίζω μτφ (με συναισθήματα, ιδέες):

ζεματί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [zɛmaˈtizɔ] VERB μεταβ

1. ζεματίζω (βυθίζω σε βραστό υγρό):

2. ζεματίζω (προξενώ έγκαυμα):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский