Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για συναναστρέφομαι στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συναναστρ|έφομαι <-άφηκα> [sinanaˈstrɛfɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

συναναστρέφομαι με κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με συναναστρέφομαι

συναναστρέφομαι με κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский