Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: φωτίζω , ποτίζω , νοτίζω , χτίζω και κτίζω

I . φωτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [fɔˈtizɔ] VERB μεταβ

1. φωτίζω (ρίχνω φως):

2. φωτίζω μτφ (διαφωτίζω):

3. φωτίζω ΘΡΗΣΚ:

II . φωτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [fɔˈtizɔ] VERB αμετάβ (φέγγω)

κτί|ζω [ˈktizɔ], χτί|ζω [ˈxtizɔ] <-σα, -στηκα, -σμένος> VERB μεταβ

1. κτίζω (κτίσμα):

2. κτίζω (δημιουργώ):

ποτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [pɔˈtizɔ] VERB μεταβ

1. ποτίζω (ζώα):

2. ποτίζω (ύφασμα):

3. ποτίζω (λουλούδια):

4. ποτίζω (έκταση: αρδεύω):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский