Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για πτερωτός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φτερωτ|ός <-ή, -ό> [ftɛrɔˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. φτερωτός (με φτερά):

2. φτερωτός μτφ (γρήγορος):

απλήρωτ|ος <-η, -ο> [aˈplirɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. απλήρωτος (που δεν πληρώθηκε):

2. απλήρωτος (θέση: ελεύθερη):

ανέρωτ|ος <-η, -ο> [aˈnɛrɔtɔs] ΕΠΊΘ

ακύρωτ|ος <-η, -ο> [aˈcirɔtɔs] ΕΠΊΘ

άστρωτ|ος <-η, -ο> [ˈastrɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. άστρωτος (πανί):

2. άστρωτος (τραπέζι):

3. άστρωτος (κρεβάτι):

4. άστρωτος (δρόμος):

5. άστρωτος (μηχανή):

αγεφύρωτ|ος <-η, -ο> [ajɛˈfirɔtɔs] ΕΠΊΘ

ξενέρωτ|ος <-η, -ο> [ksɛˈnɛrɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. ξενέρωτος (ξεμέθυστος):

2. ξενέρωτος οικ (ανιαρός):

σταυρωτ|ός <-ή, -ό> [stavrɔˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. σταυρωτός (γενικά):

2. σταυρωτός (χέρια: τα κάτω άκρα):

3. σταυρωτός (χέρια: στο στήθος):

ακλήρωτ|ος <-η, -ο> [aˈklirɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. ακλήρωτος (λαχείο):

2. ακλήρωτος ΣΤΡΑΤ:

αλύτρωτ|ος <-η, -ο> [aˈlitrɔtɔs] ΕΠΊΘ

ασούρωτ|ος1 <-η, -ο> [aˈsurɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. ασούρωτος (που δεν έχει σουρωθεί):

2. ασούρωτος (ύφασμα):

ξέστρωτ|ος <-η, -ο> [ˈksɛstrɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. ξέστρωτος (τραπέζι):

2. ξέστρωτος (κρεβάτι):

αλευθέρωτ|ος <-η, -ο> [alɛfˈθɛrɔtɔs] ΕΠΊΘ

αβουτύρωτ|ος <-η, -ο> [avuˈtirɔtɔs] ΕΠΊΘ

πτερύγιο [ptɛˈrijiɔ] SUBST ουδ

1. πτερύγιο (φτερό):

Flügel αρσ
Seitenflosse ουδ

3. πτερύγιο (έλικα):

Blatt ουδ
Rotorblatt ουδ

4. πτερύγιο (άγκυρας):

Ankerhand θηλ

5. πτερύγιο (αφτιού):

Ohrläppchen ουδ

αξημέρωτ|ος <-η, -ο> [aksiˈmɛrɔtɔs] ΕΠΊΘ (νύχτα, βραδιά)

αφανέρωτ|ος <-η, -ο> [afaˈnɛrɔtɔs] ΕΠΊΘ

ασιδέρωτ|ος <-η, -ο> [asiˈðɛrɔtɔs] ΕΠΊΘ

αρθρωτ|ός <-ή, -ό> [arθrɔˈtɔs] ΕΠΊΘ (κατασκευή)

ανοχύρωτ|ος <-η, -ο> [anɔˈçirɔtɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский