Ελληνικά » Γερμανικά

χώρα [ˈxɔra] SUBST θηλ

2. χώρα (τόπος):

χώρα
Ort αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με χώρα

χώρα θηλ καταγωγής,
χώρα θηλ προέλευσης
χώρα θηλ κατασκευής
χώρα θηλ εισαγωγής
χώρα θηλ προορισμού
ηβική χώρα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский