Ελληνικά » Γερμανικά

κούτσουρο [ˈkutsurɔ] SUBST ουδ

1. κούτσουρο (δέντρου):

κούτσουρο
Stumpf αρσ
κούτσουρο
Baumstumpf αρσ

2. κούτσουρο (άνθρωπος ανίκανος):

κούτσουρο
Flasche θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με κούτσουρο

κοιμάται σαν κούτσουρο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский