Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για τραυματίζω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τραυματί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [travmaˈtizɔ] VERB μεταβ

1. τραυματίζω:

τραυματίζω

2. τραυματίζω μτφ:

τραυματίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский