Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για θεωλογικός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θεολογικ|ός <-ή, -ό> [θɛɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

νεολογικ|ός <-ή, -ό> [nɛɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Neologismus-

ρεολογικ|ός <-ή, -ό> [rɛɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

θεωρητικ|ός <-ή, -ό> [θɛɔritiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ιολογικ|ός <-ή, -ό> [iɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

αναλογικ|ός <-ή, -ό> [analɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. αναλογικός (σε σχέση):

βιολογικ|ός <-ή, -ό> [viɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

2. βιολογικός (της ζωής):

Lebens-
Lebenszyklus αρσ

διαλογικ|ός <-ή, -ό> [ðialɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ηθολογικ|ός <-ή, -ό> [iθɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ορολογικ|ός <-ή, -ό> [ɔrɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ορολογικός (αναφερόμενος στον όρο):

2. ορολογικός ΙΑΤΡ (αναφερόμενος στον ορό):

υφολογικ|ός <-ή, -ό> [ifɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ωτολογικ|ός <-ή, -ό> [ɔtɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

υδρογεωλογικ|ός <-ή, -ό> [iðrɔjɛɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский