στο λεξικό PONS
μεγαλοπρεπ|ής <-ής, -ές> [mɛɣalɔprɛˈpis], μεγαλόπρεπ|ος [mɛɣaˈlɔprɛpɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ
1. μεγαλοπρεπής (τελετή):
- μεγαλοπρεπής
-
2. μεγαλοπρεπής (περπάτημα):
- μεγαλοπρεπής
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.