Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: μηνιαίος , βέβαιος , βίαιος , ριναίος , μητριός , μηνυτής , μήνις και μήνας

μηνυτής (μηνύτρια) [miniˈtis, miˈnitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

μητριός [mitriˈɔs] SUBST αρσ

ριναί|ος <-α, -ο> [riˈnɛɔs] ΕΠΊΘ

1. ριναίος ΑΝΑΤ:

Nasen-

2. ριναίος ΑΕΡΟ:

Bug-
Bugfahrwerk ουδ ενικ

βίαι|ος <-η, -ο> [ˈviɛɔs] ΕΠΊΘ

1. βίαιος (μεταχειριζόμενος βία):

2. βίαιος (σφοδρός: άνεμος κτλ):

μήνις θηλ τυπικ
Zorn αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский