Ελληνικά » Γερμανικά

I . απομονώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔmɔˈnɔnɔ] VERB μεταβ ΗΛΕΚ

απομονώνω

II . απομονώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

απομονώνω (χωρίζω)
απομονώνω (ουσίες) ΧΗΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский